- καραβοπρόσωπος
- κᾱρᾰβο-πρόσωπος, ον,A with the face of a κάραβος, Luc.VH1.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καραβοπρόσωπος — καραβοπρόσωπος, ον (Α) αυτός που έχει πρόσωπο καράβου, καραβίδας («ἔθνος ἐγχελυωπὸν καὶ καραβοπρόσωπον», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάραβος + πρόσωπος (< πρόσωπον), πρβλ. ανδρο πρόσωπος, τερατο πρόσωπος] … Dictionary of Greek
καραβοπρόσωπον — κᾱραβοπρόσωπον , καραβοπρόσωπος with the face of a masc/fem acc sg κᾱραβοπρόσωπον , καραβοπρόσωπος with the face of a neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάραβος — Γένος εντόμων της μεγάλης οικογένειας των καραβιδών, της τάξης των κολεοπτέρων. Η οικογένεια αυτή είναι τόσο πλούσια σε είδη (πάνω από 20.000) ώστε μερικοί ζωολόγοι τη χωρίζουν σε διάφορες οικογένειες, που υποδιαιρούνται αντίστοιχα σε… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek